ὀμματουργός: Difference between revisions
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
(6_15) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμμᾰτουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) [[ὀμματοποιός]], Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 328 Kiessl. | |lstext='''ὀμμᾰτουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) [[ὀμματοποιός]], Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 328 Kiessl. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀμματουργός]], -όν (Α)<br />[[ομματοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μαχαιρ</i>-<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A = ὀμματοποιός, Iamb.Protr.21.γ.
German (Pape)
[Seite 332] = ὀμματοποιός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὀμματοποιός, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 328 Kiessl.
Greek Monolingual
ὀμματουργός, -όν (Α)
ομματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].