ὀνειδείη: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνειδείη''': ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[ὄνειδος]], Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 12. | |lstext='''ὀνειδείη''': ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[ὄνειδος]], Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνειδείη]], ἡ (Α) (<b>ποιητ. τ.</b>) όνειδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το επίθ. [[ὀνείδειος]] (<b>πρβλ.</b> [[ελεγχείη]]: [[έλεγχος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, poet. for
A ὄνειδος, μεσάτοισιν ὀνειδείην ἐπέλασσε Nic. Al.408.
German (Pape)
[Seite 345] ἡ, poet. = ὄνειδος, Hom. ep. 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειδείη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ὄνειδος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 12.
Greek Monolingual
ὀνειδείη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) όνειδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το επίθ. ὀνείδειος (πρβλ. ελεγχείη: έλεγχος)].