Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀργιαστικός: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l’enthousiasme, inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργιάζω]].
|btext=ή, όν :<br />qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l’enthousiasme, inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργιάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀργιαστικός]], -ή, -όν) [[οργιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργια, σε ακολασίες ή σε οργιαστές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με την [[τελετή]] τών θρησκευτικών οργίων<br /><b>2.</b> [[διεγερτικός]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργιαστικός Medium diacritics: ὀργιαστικός Low diacritics: οργιαστικός Capitals: ΟΡΓΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: orgiastikós Transliteration B: orgiastikos Transliteration C: orgiastikos Beta Code: o)rgiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for ὄργια, exciting, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ . . ὀργιαστικόν Arist.Pol.1341a22 ; ὀ. καὶ παθητικά ib.1342b3.

German (Pape)

[Seite 370] die Feier der Orgien betreffend, enthusiastisch, begeistert, Arist. pol. 8, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄργια, διεγερτικός, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ αὐτόθι 8. 7, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l’enthousiasme, inspiré.
Étymologie: ὀργιάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀργιαστικός, -ή, -όν) οργιάζω
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργια, σε ακολασίες ή σε οργιαστές
αρχ.
1. σχετικός με την τελετή τών θρησκευτικών οργίων
2. διεγερτικός.