ὀρθόκορυς: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_22) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθόκορυς''': -υθος, ὁ, ἡ, «ὁ ὀρθὸν πῖλον ἔχων» Ἡσύχ. | |lstext='''ὀρθόκορυς''': -υθος, ὁ, ἡ, «ὁ ὀρθὸν πῖλον ἔχων» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρθόκορυς]], -υθος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ορθή [[περικεφαλαία]] («ὁ ὀρθόν πῑλον ἔχων», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόρυς]], -<i>υθος</i> «[[περικεφαλαία]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>κορυς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
υθος, ὁ, ἡ,
A having an upright crest, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόκορυς: -υθος, ὁ, ἡ, «ὁ ὀρθὸν πῖλον ἔχων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀρθόκορυς, -υθος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ορθή περικεφαλαία («ὁ ὀρθόν πῑλον ἔχων», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + κόρυς, -υθος «περικεφαλαία» (πρβλ. τρί-κορυς)].