ὀρνιθάριον: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(6_22)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνῑθάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄρνις]], μικρὸν πτηνόν, [[ὀρνίθιον]], Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1.62, Νικόστρ. ἐν «Ἅβρᾳ» 2, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118.
|lstext='''ὀρνῑθάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄρνις]], μικρὸν πτηνόν, [[ὀρνίθιον]], Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1.62, Νικόστρ. ἐν «Ἅβρᾳ» 2, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρνιθάριον]], τὸ (Α) [[όρνιος</i>, -<i>ιθος]]<br />μικρό [[πτηνό]], [[ορνίθι]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθάριον Medium diacritics: ὀρνιθάριον Low diacritics: ορνιθάριον Capitals: ΟΡΝΙΘΑΡΙΟΝ
Transliteration A: ornithárion Transliteration B: ornitharion Transliteration C: ornitharion Beta Code: o)rniqa/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of ὄρνις,

   A small bird, Anaxandr.41.63 (anap.), Nicostr.Com.2, Arist.Mir.841b18, PFay.118.16 (ii A. D.), Arr.Epict.2.7.12 (v.l. τὸν ὀ., i.e. augur).

German (Pape)

[Seite 383] τό, dim. von ὄρνις, Vögelchen, Nicostrat. bei Ath. XIV, 654 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄρνις, μικρὸν πτηνόν, ὀρνίθιον, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1.62, Νικόστρ. ἐν «Ἅβρᾳ» 2, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118.

Greek Monolingual

ὀρνιθάριον, τὸ (Α) [[όρνιος, -ιθος]]
μικρό πτηνό, ορνίθι.