ὄρνιος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(6_20)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄρνιος''': ποιητ. ἀντὶ [[ὀρνίθειος]], Ἀνθ. Π. 9. 377.
|lstext='''ὄρνιος''': ποιητ. ἀντὶ [[ὀρνίθειος]], Ἀνθ. Π. 9. 377.
}}
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[αγριοσυκιά]], [[ορνιά]]<br /><b>2.</b> [[αγριόσυκο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἐρινεός]] «[[αγριοσυκιά]]» με [[τροπή]] του αρκτικού -<i>ε</i>- σε <i>ο</i>- υπό τη φωνητική [[επίδραση]] του -<i>ρ</i>-, σίγηση του ενδοσυμφωνικού -<i>ι</i>- και [[συνίζηση]] του -<i>ε</i>-].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρνιος Medium diacritics: ὄρνιος Low diacritics: όρνιος Capitals: ΟΡΝΙΟΣ
Transliteration A: órnios Transliteration B: ornios Transliteration C: ornios Beta Code: o)/rnios

English (LSJ)

poet. for ὀρνίθειος, AP9.377 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 383] poet. = ὄρνειος, Pallad. 21 (IX, 377).

Greek (Liddell-Scott)

ὄρνιος: ποιητ. ἀντὶ ὀρνίθειος, Ἀνθ. Π. 9. 377.

Greek Monolingual

ο
1. αγριοσυκιά, ορνιά
2. αγριόσυκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐρινεός «αγριοσυκιά» με τροπή του αρκτικού -ε- σε ο- υπό τη φωνητική επίδραση του -ρ-, σίγηση του ενδοσυμφωνικού -ι- και συνίζηση του -ε-].