ὀρνιχολόχος: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(SL_2) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὀρνῑχολόχος</b> <br /> <b>1</b> wildfowler μισθὸς γὰρ ἄλλοις [[ἄλλος]] ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις [[γλυκύς]], μηλοβότᾳ τ ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ (I. 1.48) | |sltr=<b>ὀρνῑχολόχος</b> <br /> <b>1</b> wildfowler μισθὸς γὰρ ἄλλοις [[ἄλλος]] ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις [[γλυκύς]], μηλοβότᾳ τ ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ (I. 1.48) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρνιχολόχος]], -ον (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ορνιθολόχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ὄρνῑχος, ὄρνῑθ-χα,
German (Pape)
[Seite 384] dor. = ὀρνιθολόχος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑχολόχος: ὄρνῑχος, -χα, Δωρ. ἀντὶ ὀρνιθ-.
English (Slater)
ὀρνῑχολόχος
1 wildfowler μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότᾳ τ ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ (I. 1.48)
Greek Monolingual
ὀρνιχολόχος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ορνιθολόχος.