οὐλαδώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(6_17)
(29)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλᾰδώνῠμος''': -ον, ἴδε [[οὐλαμώνυμος]].
|lstext='''οὐλᾰδώνῠμος''': -ον, ἴδε [[οὐλαμώνυμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐλαδώνυμος]], -ον (Α)<br />(δ. γρφ.) [[ουλαμώνυμος]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 412] s. οὐλαμώνυμος, Lycophr. 183.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλᾰδώνῠμος: -ον, ἴδε οὐλαμώνυμος.

Greek Monolingual

οὐλαδώνυμος, -ον (Α)
(δ. γρφ.) ουλαμώνυμος.