οὐδενόσωρος: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne mérite aucune attention, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[οὐδείς]], [[ὤρα]].
|btext=ος, ον :<br />qui ne mérite aucune attention, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[οὐδείς]], [[ὤρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐδενόσωρος]], -ον (Α)<br />[[ανάξιος]] φροντίδας, προσοχής ή λόγου, [[αξιοκαταφρόνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδέν]], -<i>ενός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὤρα</i> (II) «[[φροντίδα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ολίγ</i>-<i>ωρος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδενόσωρος Medium diacritics: οὐδενόσωρος Low diacritics: ουδενόσωρος Capitals: ΟΥΔΕΝΟΣΩΡΟΣ
Transliteration A: oudenósōros Transliteration B: oudenosōros Transliteration C: oudenosoros Beta Code: ou)deno/swros

English (LSJ)

ον, (ὤρα)

   A worth no notice or regard, τείχεα . . ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα Il.8.178; ὀστέον Opp.H.2.478.

German (Pape)

[Seite 410] keiner Achtung werth, nichtswürdig, verächtlich, τείχεα ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα, Il. 8, 178.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδενόσωρος: ον (ὥρα) ἀνάξιος φροντίδος ἢ προσοχῆς, τείχεα ... ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα Ἰλ. Θ. 178· ὀστέον Ὀππ. Ἁλ. 2. 478. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐδενόσωρα· οὐδὲ μιᾶς φροντίδος ἄξια· ὠρεῖν γὰρ τὸ φροντίζειν καὶ φυλάσσειν· ἐντεῦθεν τὸ ὀλιγωρεῖν καὶ πολυωρεῖν. Ἀ[π]πίων δὲ οὐδενὸς φυλακτικά».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne mérite aucune attention, méprisable.
Étymologie: οὐδείς, ὤρα.

Greek Monolingual

οὐδενόσωρος, -ον (Α)
ανάξιος φροντίδας, προσοχής ή λόγου, αξιοκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέν, -ενός + ὤρα (II) «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ-ωρος)].