Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οὐρήθρα: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(6_12)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρήθρα''': Ἰων, -θρη, ἡ, ([[οὐρέω]]) ἡ [[οὐρήθρα]], ὁ σωλὴν δι’ οὗ τὰ οὖρα ἐξέρχονται ἐκ τῆς κύστεως, Ἱππ. Ἀφ. 1232, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 1.
|lstext='''οὐρήθρα''': Ἰων, -θρη, ἡ, ([[οὐρέω]]) ἡ [[οὐρήθρα]], ὁ σωλὴν δι’ οὗ τὰ οὖρα ἐξέρχονται ἐκ τῆς κύστεως, Ἱππ. Ἀφ. 1232, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 1.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[οὐρήθρα]], ιων. τ. οὐρήθρη)<br />[[πόρος]] που εκτείνεται από την ουροδόχο [[κύστη]] έως το έξω ουρηθρικό [[στόμιο]] και χρησιμεύει για την [[εκροή]] τών ούρων και, στον άνδρα, ως [[δίοδος]] του σπέρματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεξαμενή]] ακαθαρσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὐρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήθρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολυμβ</i>-<i>ήθρα</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρήθρα Medium diacritics: οὐρήθρα Low diacritics: ουρήθρα Capitals: ΟΥΡΗΘΡΑ
Transliteration A: ourḗthra Transliteration B: ourēthra Transliteration C: ourithra Beta Code: ou)rh/qra

English (LSJ)

Ion. οὐρήθρη, ἡ, (οὐρέω A)

   A urethra, Hp.Aph.4.82, Arist.HA 493b4.    II sewage tank, IG4.2(1).109 iii 97 (Epid., iii B. C., pl.).

German (Pape)

[Seite 418] ἡ, Uringang, Arist. H. A. 1, 14 u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρήθρα: Ἰων, -θρη, ἡ, (οὐρέω) ἡ οὐρήθρα, ὁ σωλὴν δι’ οὗ τὰ οὖρα ἐξέρχονται ἐκ τῆς κύστεως, Ἱππ. Ἀφ. 1232, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 1.

Greek Monolingual

η (Α οὐρήθρα, ιων. τ. οὐρήθρη)
πόρος που εκτείνεται από την ουροδόχο κύστη έως το έξω ουρηθρικό στόμιο και χρησιμεύει για την εκροή τών ούρων και, στον άνδρα, ως δίοδος του σπέρματος
αρχ.
δεξαμενή ακαθαρσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. κολυμβ-ήθρα)].