παλιμβάκχειος: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(c2)
(30)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] ὁ, ein Versfuß, der umgekehrte Bacchius, – – ñ; Drac. p. 128, 22; Schol. Hephaest. p. 159.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] ὁ, ein Versfuß, der umgekehrte Bacchius, – – ñ; Drac. p. 128, 22; Schol. Hephaest. p. 159.
}}
{{grml
|mltxt=ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ παλιβάκχειος και παλιμβακχεῑος)<br />[[μετρικός]] [[πους]] που αποτελείται από δύο μακρές και μία βραχεία [[συλλαβή]] (-U) ή από μία βραχεία και δύο μακρές (U -).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[βάκχειος]] / [[βακχεῖος]]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμβάκχειος Medium diacritics: παλιμβάκχειος Low diacritics: παλιμβάκχειος Capitals: ΠΑΛΙΜΒΑΚΧΕΙΟΣ
Transliteration A: palimbákcheios Transliteration B: palimbakcheios Transliteration C: palimvakcheios Beta Code: palimba/kxeios

English (LSJ)

ὁ,

   A a reversed Βακχειος, Heph.3.2, Aristid.Quint. 1.22, Eust.1551.54:—hence Adj. πᾰλιμ-βακχειᾰκός, ή, όν, Heph.13.1.

German (Pape)

[Seite 448] ὁ, ein Versfuß, der umgekehrte Bacchius, – – ñ; Drac. p. 128, 22; Schol. Hephaest. p. 159.

Greek Monolingual

ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ παλιβάκχειος και παλιμβακχεῑος)
μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή (-U) ή από μία βραχεία και δύο μακρές (U -).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάκχειος / βακχεῖος].