παμψέκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
(6_19)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παμψέκτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ τοὺς πάντας ἢ τὰ πάντα ψέγων, Μανέθων 4. 58.
|lstext='''παμψέκτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ τοὺς πάντας ἢ τὰ πάντα ψέγων, Μανέθων 4. 58.
}}
{{grml
|mltxt=[[παμψέκτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />αυτός που κατηγορεί τους πάντες και τα [[πάντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ψεκ</i>- του [[ψέγω]] (<b>πρβλ.</b> [[ψέκτης]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμψέκτωρ Medium diacritics: παμψέκτωρ Low diacritics: παμψέκτωρ Capitals: ΠΑΜΨΕΚΤΩΡ
Transliteration A: pampséktōr Transliteration B: pampsektōr Transliteration C: pampsektor Beta Code: pamye/ktwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A one that blames all, ib.58.

German (Pape)

[Seite 455] ορος, ὁ, der Alles Tadelnde, Man. 4, 58.

Greek (Liddell-Scott)

παμψέκτωρ: -ορος, ὁ, ὁ τοὺς πάντας ἢ τὰ πάντα ψέγων, Μανέθων 4. 58.

Greek Monolingual

παμψέκτωρ, -ορος, ὁ (Α)
αυτός που κατηγορεί τους πάντες και τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θ. ψεκ- του ψέγω (πρβλ. ψέκτης) + επίθημα -τωρ].