παμψέκτωρ

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμψέκτωρ Medium diacritics: παμψέκτωρ Low diacritics: παμψέκτωρ Capitals: ΠΑΜΨΕΚΤΩΡ
Transliteration A: pampséktōr Transliteration B: pampsektōr Transliteration C: pampsektor Beta Code: pamye/ktwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, one that blames all, ib.58.

German (Pape)

[Seite 455] ορος, ὁ, der Alles Tadelnde, Man. 4, 58.

Greek (Liddell-Scott)

παμψέκτωρ: -ορος, ὁ, ὁ τοὺς πάντας ἢ τὰ πάντα ψέγων, Μανέθων 4. 58.

Greek Monolingual

παμψέκτωρ, -ορος, ὁ (Α)
αυτός που κατηγορεί τους πάντες και τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θ. ψεκ- του ψέγω (πρβλ. ψέκτης) + επίθημα -τωρ].