πανάθεσμος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(6_16)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνάθεσμος''': -ον, [[ὅλως]] [[ἄνομος]], Ὀππ. Κ. 2.438., 3.224· [[ὡσαύτως]] πᾰνᾰθέσμιος, Μανέθων 4.56· - Ἐπίρρ. -σμως, [[ὅλως]] ἀθέσμως, Νικήτ. Χων. σ. 378, 19, ἔκδ. Β.
|lstext='''πᾰνάθεσμος''': -ον, [[ὅλως]] [[ἄνομος]], Ὀππ. Κ. 2.438., 3.224· [[ὡσαύτως]] πᾰνᾰθέσμιος, Μανέθων 4.56· - Ἐπίρρ. -σμως, [[ὅλως]] ἀθέσμως, Νικήτ. Χων. σ. 378, 19, ἔκδ. Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[πανάθεσμος]], -ον (Α)<br />[[παράνομος]] από [[κάθε]] [[άποψη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παναθέσμως</i> (Μ)<br />με εντελώς παράνομο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄθεσμος]] «[[άνομος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανάθεσμος Medium diacritics: πανάθεσμος Low diacritics: πανάθεσμος Capitals: ΠΑΝΑΘΕΣΜΟΣ
Transliteration A: panáthesmos Transliteration B: panathesmos Transliteration C: panathesmos Beta Code: pana/qesmos

English (LSJ)

ον, = foreg., Opp. C.2.438, 3.224.

German (Pape)

[Seite 456] ganz gesetzlos, ganz ungerecht; Opp. Cyn. 2, 438. 3, 224; Maneth. 6, 158.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάθεσμος: -ον, ὅλως ἄνομος, Ὀππ. Κ. 2.438., 3.224· ὡσαύτως πᾰνᾰθέσμιος, Μανέθων 4.56· - Ἐπίρρ. -σμως, ὅλως ἀθέσμως, Νικήτ. Χων. σ. 378, 19, ἔκδ. Β.

Greek Monolingual

πανάθεσμος, -ον (Α)
παράνομος από κάθε άποψη.
επίρρ...
παναθέσμως (Μ)
με εντελώς παράνομο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄθεσμος «άνομος»].