πανάθεσμος
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
πανάθεσμον, = παναθέσμιος (utterly lawless), Opp. C. 2.438, 3.224.
German (Pape)
[Seite 456] ganz gesetzlos, ganz ungerecht; Opp. Cyn. 2, 438. 3, 224; Maneth. 6, 158.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάθεσμος: -ον, ὅλως ἄνομος, Ὀππ. Κ. 2.438., 3.224· ὡσαύτως πᾰνᾰθέσμιος, Μανέθων 4.56· - Ἐπίρρ. -σμως, ὅλως ἀθέσμως, Νικήτ. Χων. σ. 378, 19, ἔκδ. Β.
Greek Monolingual
πανάθεσμος, -ον (Α)
παράνομος από κάθε άποψη.
επίρρ...
παναθέσμως (Μ)
με εντελώς παράνομο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄθεσμος «άνομος»].