πάνακες: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6_21)
(30)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάνακες''': τό, ἴδε πανακὴς ΙΙ.
|lstext='''πάνακες''': τό, ἴδε πανακὴς ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=[[πάνακες]], τὸ (Α)<br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[πανακής]], με αναβιβασμό του τόνου].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνακες Medium diacritics: πάνακες Low diacritics: πάνακες Capitals: ΠΑΝΑΚΕΣ
Transliteration A: pánakes Transliteration B: panakes Transliteration C: panakes Beta Code: pa/nakes

English (LSJ)

τό,

   A v. πανακής II.

Greek (Liddell-Scott)

πάνακες: τό, ἴδε πανακὴς ΙΙ.

Greek Monolingual

πάνακες, τὸ (Α)
ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πανακής, με αναβιβασμό του τόνου].