παραμάχαιρον: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
(6_22)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραμάχαιρον''': τό, πρόχειρον μικρὸν ἐγχειρίδιον τῆς ζώνης, Εὐστ. 413.39· παραμαχαιρίδιον: «[[ἀκινάκης]]: ἔστι δὲ ἐγχειρίδιον βαρβαρικὸν ὅ φασιν οἱ Ἕλληνες παραμαχαιρίδιον» Φαβωρῖν. κτλ.
|lstext='''παραμάχαιρον''': τό, πρόχειρον μικρὸν ἐγχειρίδιον τῆς ζώνης, Εὐστ. 413.39· παραμαχαιρίδιον: «[[ἀκινάκης]]: ἔστι δὲ ἐγχειρίδιον βαρβαρικὸν ὅ φασιν οἱ Ἕλληνες παραμαχαιρίδιον» Φαβωρῖν. κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Μ<br />μικρό [[μαχαίρι]] ζώνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαχαίρι]]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμάχαιρον Medium diacritics: παραμάχαιρον Low diacritics: παραμάχαιρον Capitals: ΠΑΡΑΜΑΧΑΙΡΟΝ
Transliteration A: paramáchairon Transliteration B: paramachairon Transliteration C: paramachairon Beta Code: parama/xairon

English (LSJ)

[μᾰ], τό,

   A side-dagger, colloquial word, Eust.413.39.

German (Pape)

[Seite 489] τό, dasselbe, Eust. 413, 39.

Greek (Liddell-Scott)

παραμάχαιρον: τό, πρόχειρον μικρὸν ἐγχειρίδιον τῆς ζώνης, Εὐστ. 413.39· παραμαχαιρίδιον: «ἀκινάκης: ἔστι δὲ ἐγχειρίδιον βαρβαρικὸν ὅ φασιν οἱ Ἕλληνες παραμαχαιρίδιον» Φαβωρῖν. κτλ.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
μικρό μαχαίρι ζώνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μαχαίρι].