παρασπείρω: Difference between revisions
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
(6_2) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρασπείρω''': [[σπείρω]] πλησίον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 10, 3· [[διασκορπίζω]] πλησίον, Πλάτ. Ἀξ. 366Α. - Παθ., ἐπὶ τόπων, [[κεῖμαι]] διεσπαρμένος, Στράβ. 829. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], τῷ λοιπῷ παρεσπάρη σώματι, διεσπάρη εἰς τὸ λοιπὸν [[σῶμα]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 66. | |lstext='''παρασπείρω''': [[σπείρω]] πλησίον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 10, 3· [[διασκορπίζω]] πλησίον, Πλάτ. Ἀξ. 366Α. - Παθ., ἐπὶ τόπων, [[κεῖμαι]] διεσπαρμένος, Στράβ. 829. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], τῷ λοιπῷ παρεσπάρη σώματι, διεσπάρη εἰς τὸ λοιπὸν [[σῶμα]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 66. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[σπέρνω]] [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σπέρνω]] επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> [[διασπείρω]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>4.</b> [[εισάγω]] με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῑς πόροις ἡ [[ψυχή]]», Πλατ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A sow among, Thphr.CP3.10.3 (Pass.), PCair.Zen. 269.35 (iii B. C., prob. Act.), BGU591.14 (i A. D., Pass.) : metaph., in Pass., [ψυχὴ] παρεσπαρμένη τοῖς πόροις Pl.Ax.366a ; to be diffused over, τῷ λοιπῷ παρεσπάρθαι σώματι Sch.Epicur.Ep.1p.21U., cf. Nat.Herc. 1420 Fr.1 ; to be interspersed in, ἡ πιμελὴ παρέσπαρται τῇ σαρκί Gal.1.345 ; τοῖς σιτίοις παρέσπαρται [τὸ αἷμα] Id.Nat.Fac.2.8 ; τὸ Ἰουδαίων γένος πολὺ κατὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην παρέσπαρται τοῖς ἐπιχωρίοις J.BJ 7.3.3, cf. Str.17.3.9.
German (Pape)
[Seite 499] (σπείρω), daneben od. dazu säen, Theophr. u. Sp.; übertr., ἅτε παρεσπαρμένη ἡ ψυχὴ τοῖς πόροις, Plat. Ax. 366 a. Auch vom Orte, ἔσθ' ὅτε παρέσπαρται, sie liegen dazwischen, Strab. XVII, 829.
Greek (Liddell-Scott)
παρασπείρω: σπείρω πλησίον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 10, 3· διασκορπίζω πλησίον, Πλάτ. Ἀξ. 366Α. - Παθ., ἐπὶ τόπων, κεῖμαι διεσπαρμένος, Στράβ. 829. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, τῷ λοιπῷ παρεσπάρη σώματι, διεσπάρη εἰς τὸ λοιπὸν σῶμα, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 66.
Greek Monolingual
Α
1. σπέρνω κοντά σε κάτι
2. σπέρνω επί πλέον
3. διασπείρω, διασκορπίζω
4. εισάγω με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό
5. παθ. μτφ. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῑς πόροις ἡ ψυχή», Πλατ.).