παραφθορά: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />légère corruption, altération peu profonde.<br />'''Étymologie:''' [[παραφθείρω]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br />légère corruption, altération peu profonde.<br />'''Étymologie:''' [[παραφθείρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παραφθείρω]]<br />η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παραφθείρω]], ελαφρή '[[φθορά]], μικρή [[αλλοίωση]] [[προς]] το χειρότερο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A corruption, ἐν ταῖς φωναῖς A.D. Adv.164.24 ; of music, Plu.2.1131f ; of language, κατὰ παραφθοράν Hermog.Meth.3, St.Byz.s.v. Ἀμαζόνειον, Eust. 1936.23.
German (Pape)
[Seite 506] ἡ, leichte Verderbung oder Verfälschung, Plut. u. a. Sp., bes. Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
παραφθορά: ἡ, βαθμιαία διαφθορά, τῆς μουσικῆς Πλούτ. 2. 1131Ε· ἐπὶ τῆς γλώσσης, Εὐστ. 1396, 23, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
légère corruption, altération peu profonde.
Étymologie: παραφθείρω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ παραφθείρω
η πράξη και το αποτέλεσμα του παραφθείρω, ελαφρή 'φθορά, μικρή αλλοίωση προς το χειρότερο.