Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρατείχισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mur <i>ou</i> retranchement élevé le long de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τειχίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />mur <i>ou</i> retranchement élevé le long de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τειχίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παρατειχίζω]]<br />[[τείχος]] που κτίστηκε [[κοντά]] και παράλληλα σε [[κάτι]] («ἤν μή τις τὸ [[παρατείχισμα]] τοῡτο [[πολλῇ]] στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατείχισμα Medium diacritics: παρατείχισμα Low diacritics: παρατείχισμα Capitals: ΠΑΡΑΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: parateíchisma Transliteration B: parateichisma Transliteration C: parateichisma Beta Code: paratei/xisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cross-wall, Th.7.11,42, al., SIG784.2(Ephesus, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 502] τό, daneben, dabei aufgeführte Mauer, Bollwerk, Thuc. 7, 11 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 38 D. Sic. 11, 20.

Greek (Liddell-Scott)

παρατείχισμα: τό, τεῖχος οἰκοδομηθὲν πλησίον ἢ ἐγκαρσίως, Θουκ. 7. 11, 42, κτλ.· ἴδε Arnold εἰς κεφ. 42, Grote Ἱστ. τῆς Ἑλλάδ. 7, παράρτ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mur ou retranchement élevé le long de.
Étymologie: παρά, τειχίζω.

Greek Monolingual

τὸ, Α παρατειχίζω
τείχος που κτίστηκε κοντά και παράλληλα σε κάτι («ἤν μή τις τὸ παρατείχισμα τοῡτο πολλῇ στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», Θουκ.).