παροινία: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />excès auxquels on se porte dans l’ivresse, insulte d’un homme pris de vin.<br />'''Étymologie:''' [[πάροινος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />excès auxquels on se porte dans l’ivresse, insulte d’un homme pris de vin.<br />'''Étymologie:''' [[πάροινος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[πάροινος]]<br /><b>1.</b> η σκαιά και υβριστική [[συμπεριφορά]] του μεθυσμένου, οι κακοί τρόποι, τα [[κακά]] φερσίματά του («εὐτελὲς δεῑπνον οὐ ποιεῑ παροινίαν», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> (γενικά) η [[συμπεριφορά]] σκληρού, παράφορου, τρελού ανθρώπου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A drunken behaviour, Lys.1.45, X.Smp.6.1 sq., Amphis 29, D.10.198, Aeschin. 1.61 ; π. εἰς γυναῖκα ἐλευθέραν Id.2.4.
German (Pape)
[Seite 525] ἡ, schlechtes Betragen beim Gelage, die schimpfliche Behandlung; schlechte Aufführung wie die eines Trunkenbolds, εὐτελἔς γὰρ δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν, Ath. X, 421 a; Xen. Conv. 6, 1; Aesch. 1, 61; Dem. 19, 198 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παροινία: ἡ, συμπεριφορὰ μεθύσου, κακοτροπία καὶ ὑβριστικὸς τρόπος αὐτοῦ, Λυσ. 96. 1, Ξενοφ. Συμπ. 6, 1 κἑξ., Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1, Αἰσχίν. 9. 19· π. ἐς γυναῖκα ἐλευθέραν ὁ αὐτ. 28. 39. - Καθ’ Ἡσύχιον: «παροινία· ἡ ἐκ τοῦ οἴνου ὕβρις, καὶ οἱαδήποτε ἁμαρτία», καὶ «παροινίαι· κρεπάλαι. ὕβρεις ἀπὸ οἴνου».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
excès auxquels on se porte dans l’ivresse, insulte d’un homme pris de vin.
Étymologie: πάροινος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ πάροινος
1. η σκαιά και υβριστική συμπεριφορά του μεθυσμένου, οι κακοί τρόποι, τα κακά φερσίματά του («εὐτελὲς δεῑπνον οὐ ποιεῑ παροινίαν», Αισχίν.)
2. (γενικά) η συμπεριφορά σκληρού, παράφορου, τρελού ανθρώπου.