πάρυγρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(6_18)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάρυγρος''': -ον, ὀλίγον [[ὑγρός]], Μανέθων 1.87 (Axt [[πάνυγρος]])· ― τὸ πάρυγρον, [[εἶδος]] ἐμπλάστρου, ἐμπλαστικῷ τινι φαρμάκῳ ὁποῖον τὸ καλούμενον πάρυγρόν ἐστι Γαλην. τ. 2. 703, 11.
|lstext='''πάρυγρος''': -ον, ὀλίγον [[ὑγρός]], Μανέθων 1.87 (Axt [[πάνυγρος]])· ― τὸ πάρυγρον, [[εἶδος]] ἐμπλάστρου, ἐμπλαστικῷ τινι φαρμάκῳ ὁποῖον τὸ καλούμενον πάρυγρόν ἐστι Γαλην. τ. 2. 703, 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάπως]] [[υγρός]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ [[πάρυγρος]], <i>τὸ πάρυγρον</i><br />[[είδος]] εμπλάστρου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πάρυγρα [[πράσσω]]» — [[εργάζομαι]] στην [[παραλία]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρυγρος Medium diacritics: πάρυγρος Low diacritics: πάρυγρος Capitals: ΠΑΡΥΓΡΟΣ
Transliteration A: párygros Transliteration B: parygros Transliteration C: parygros Beta Code: pa/rugros

English (LSJ)

ον,

   A somewhat wet, Man.1.87 (leg. πάνυγρος) ; τὸ π. a kind of plaster invented by Heras, Gal.2.703, 13.952 ; also ἡ π. Orib.Fr.90.    II πάρυγρα πράσσοντες plying waterside trades, Vett. Val.2.6.

German (Pape)

[Seite 529] etwas feucht, naß, Galen. u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πάρυγρος: -ον, ὀλίγον ὑγρός, Μανέθων 1.87 (Axt πάνυγρος)· ― τὸ πάρυγρον, εἶδος ἐμπλάστρου, ἐμπλαστικῷ τινι φαρμάκῳ ὁποῖον τὸ καλούμενον πάρυγρόν ἐστι Γαλην. τ. 2. 703, 11.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο κάπως υγρός
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) πάρυγρος, τὸ πάρυγρον
είδος εμπλάστρου
3. φρ. «πάρυγρα πράσσω» — εργάζομαι στην παραλία.