πατροείκελος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(6_16)
 
(31)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατροείκελος''': -ον, [[ὅμοιος]] τῷ πατρί, Στουδίτ. 824D.
|lstext='''πατροείκελος''': -ον, [[ὅμοιος]] τῷ πατρί, Στουδίτ. 824D.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />όμοιος με τον [[πατέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[εἴκελος]] «[[παρόμοιος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[είκελος]])].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πατροείκελος: -ον, ὅμοιος τῷ πατρί, Στουδίτ. 824D.

Greek Monolingual

-ον, Μ
όμοιος με τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + εἴκελος «παρόμοιος» (πρβλ. θεο-είκελος)].