πειθοδικαιόσυνος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(eksahir) |
(31) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[defensor de la causa de la justicia]] | |esgtx=[[defensor de la causa de la justicia]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που πείθεται, που υπακούει και πειθαρχεί στο [[έργο]] της δικαιοσύνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> [[δικαιοσύνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A pleading the cause of justice or obedient to justice, PMag.Lond.46.403.
Spanish
defensor de la causa de la justicia
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πείθεται, που υπακούει και πειθαρχεί στο έργο της δικαιοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + δικαιοσύνη.