πενθημιμερής: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de cinq moitiés, de deux entiers et demi ; <i>t. de gramm.</i> πενθημιμερὴς [[τομή]] césure penthémimère, après le deuxième pied, <i>particul. dans un hexamètre dactylique ou un trimètre iambique ; t. de gramm.</i> τὸ πενθημιμερές partie d’un vers comprenant les deux premiers pieds et demi.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ἥμισυς]], [[πούς]].
|btext=ής, ές :<br />de cinq moitiés, de deux entiers et demi ; <i>t. de gramm.</i> πενθημιμερὴς [[τομή]] césure penthémimère, après le deuxième pied, <i>particul. dans un hexamètre dactylique ou un trimètre iambique ; t. de gramm.</i> τὸ πενθημιμερές partie d’un vers comprenant les deux premiers pieds et demi.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ἥμισυς]], [[πούς]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] μισά, δηλ. [[δυόμισυ]] ολόκληρα μέρη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τομή]] [[πενθημιμερής]]»<br /><b>(μετρ.)</b> [[τομή]] που τέμνει τον στίχο στο πέμπτο ημιπόδιο, δηλ. -υυ / -υυ / —<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πενθημιμερές</i><br />οι πρώτοι [[δυόμισυ]] πόδες του στίχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμιμερής]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθημῐμερής Medium diacritics: πενθημιμερής Low diacritics: πενθημιμερής Capitals: ΠΕΝΘΗΜΙΜΕΡΗΣ
Transliteration A: penthēmimerḗs Transliteration B: penthēmimerēs Transliteration C: penthimimeris Beta Code: penqhmimerh/s

English (LSJ)

ές,

   A consisting of five halves, i. e. of two and a half : in Prosody, τομὴ π. the caesura after two feet and a half, as in Hexam. and Iamb. Trim., Aristid. Quint.1.25, etc.; τὸ π. (with or without μέτρον) the first two feet and a half of a verse, Quint.Inst.9.4.78, Heph. 7.3, al., Sch.Ar.Av.627.

German (Pape)

[Seite 555] ές, aus fünf halben, d. i. aus 21/2Theilen bestehend; τὸ πενθημιμερές, sc. μέρος, od. ἡ πενθημιμερής, sc. τομή, der Theil eines Verses, der aus den ersten 21/2 Füßen desselben besteht, bes. im Hexameter und im jambischen Trimeter, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πενθημῐμερής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε ἡμισέων μερῶν, δηλ. ἐκ 2 ½ μερῶν· ἐν τῇ προσῳδία τομὴ π., ἡ τομὴ ἡ μετὰ δύο πόδας καὶ ἥμισυν ὡς ἐν τοῖς ἑξαμ., καὶ τοῖς ἰαμβ. τριμ., Δράκων σ. 126, κτλ.· τὸ πενθημιμερές (μετὰ τῆς λέξεως μέτρον· ἢ ἄνευ αὐτῆς), οἱ πρῶτοι δύο πόδες καὶ ἥμισυς στίχου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 627, Quintil. 9. 4, 78.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de cinq moitiés, de deux entiers et demi ; t. de gramm. πενθημιμερὴς τομή césure penthémimère, après le deuxième pied, particul. dans un hexamètre dactylique ou un trimètre iambique ; t. de gramm. τὸ πενθημιμερές partie d’un vers comprenant les deux premiers pieds et demi.
Étymologie: πέντε, ἥμισυς, πούς.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πέντε μισά, δηλ. δυόμισυ ολόκληρα μέρη
2. φρ. «τομή πενθημιμερής»
(μετρ.) τομή που τέμνει τον στίχο στο πέμπτο ημιπόδιο, δηλ. -υυ / -υυ / —
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πενθημιμερές
οι πρώτοι δυόμισυ πόδες του στίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + ἡμιμερής.