παχυντικός: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
(6_11) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰχυντικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ παχύνειν [[μετὰ]] γεν., Διοσκ. 5. 81. | |lstext='''πᾰχυντικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ παχύνειν [[μετὰ]] γεν., Διοσκ. 5. 81. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[παχυντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παχύνω]]<br />αυτός που μπορεί να αυξήσει το [[πάχος]], που συντελεί στην [[πάχυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να γίνεται [[παχύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A having the power of thickening, c. gen., Dsc.5.71 ; fattening, Ath.Med. ap.Orib.inc.23.27 ; τροφαί Sor.1.21.
German (Pape)
[Seite 539] zum Dick- od. Feistmachen gehörig, geschickt.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχυντικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ παχύνειν μετὰ γεν., Διοσκ. 5. 81.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παχυντικός, -ή, -όν, ΝΑ παχύνω
αυτός που μπορεί να αυξήσει το πάχος, που συντελεί στην πάχυνση
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα να γίνεται παχύς.