πελιδνήεις: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(6_8)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελιδνήεις''': εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[πελιδνός]], Μάρκελλ. Σιδ. 47.
|lstext='''πελιδνήεις''': εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[πελιδνός]], Μάρκελλ. Σιδ. 47.
}}
{{grml
|mltxt=-έσσα, -εν Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[πελιδνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πελιδνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αυγ</i>-<i>ήεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελιδνήεις Medium diacritics: πελιδνήεις Low diacritics: πελιδνήεις Capitals: ΠΕΛΙΔΝΗΕΙΣ
Transliteration A: pelidnḗeis Transliteration B: pelidnēeis Transliteration C: pelidnieis Beta Code: pelidnh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, poet. for πελιδνός, Marc.Sid.47.

German (Pape)

[Seite 551] εσσα, εν, poet. statt πελιδνός, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πελιδνήεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πελιδνός, Μάρκελλ. Σιδ. 47.

Greek Monolingual

-έσσα, -εν Α
(ποιητ. τ.) πελιδνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελιδνός + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αυγ-ήεις)].