πεπληρωμένως: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_6)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεπληρωμένως''': Ἐπίρρ., ἀφθόνως, «γεμᾶτα», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1285.
|lstext='''πεπληρωμένως''': Ἐπίρρ., ἀφθόνως, «γεμᾶτα», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1285.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[αφθονία]]<br /><b>2.</b> με [[πληρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεπληρωμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του <i>πληρῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπληρωμένως Medium diacritics: πεπληρωμένως Low diacritics: πεπληρωμένως Capitals: ΠΕΠΛΗΡΩΜΕΝΩΣ
Transliteration A: peplērōménōs Transliteration B: peplērōmenōs Transliteration C: pepliromenos Beta Code: peplhrwme/nws

English (LSJ)

Adv., (πληρόω)

   A gloss on νουβυστικῶς, Sch.Ar.V. 1285 ; = Lat. plene, Dosith.p.409K., Gloss.

German (Pape)

[Seite 560] (πληρόω), angefüllt, reichlich, B. A. 447.

Greek (Liddell-Scott)

πεπληρωμένως: Ἐπίρρ., ἀφθόνως, «γεμᾶτα», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1285.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με αφθονία
2. με πληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπληρωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πληρῶ].