περαντικός: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />apte à accomplir, à achever, à conclure ; <i>t. de log.</i> περαντικὸς [[λόγος]] sorte de syllogisme.<br />'''Étymologie:''' [[περαίνω]].
|btext=ή, όν :<br />apte à accomplir, à achever, à conclure ; <i>t. de log.</i> περαντικὸς [[λόγος]] sorte de syllogisme.<br />'''Étymologie:''' [[περαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περαίνω]]<br />αυτός που οδηγεί σε [[συμπέρασμα]], [[συμπερασματικός]], [[λογικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περαντικὸς [[λόγος]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[είδος]] συλλογισμού.
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαντικός Medium diacritics: περαντικός Low diacritics: περαντικός Capitals: ΠΕΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perantikós Transliteration B: perantikos Transliteration C: perantikos Beta Code: perantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A conclusive, Ar. Eq.1378; π. λόγος, a kind of syllogism, Stoic.2.77, cf. Gal.18(1).219.    II περαντικά, τά, dub. sens. in POxy.2032.61 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 563] zum Vollenden, Folgern geschickt, Ar. Equ. 1375, Schol. δυνάμενος πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθέναι, wie B. A. 60 περαντικὸς ῥήτωρ erklärt wird durch ὁ πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθεὶς ἐν ταῖς ἀποδείξεσι διὰ δύναμιν λόγων, also der tüchtige, seine Sache durchsetzende Redner.

Greek (Liddell-Scott)

περαντικός: -ή, -όν, (περαίνω) καταλήγων εἰς συμπέρασμα, λογικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1378· π. λόγος, εἶδος συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 78. - Κατὰ Σουΐδ.: «περαντικός, πέρας ἐπιτιθεὶς τοῖς λόγοις»

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
apte à accomplir, à achever, à conclure ; t. de log. περαντικὸς λόγος sorte de syllogisme.
Étymologie: περαίνω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περαίνω
αυτός που οδηγεί σε συμπέρασμα, συμπερασματικός, λογικός
2. φρ. «περαντικὸς λόγος»
(φιλοσ.) είδος συλλογισμού.