περδίκιον: Difference between revisions
From LSJ
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
(6_3) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περδίκιον''': [ῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[πέρδιξ]], Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις» 1. 8. ΙΙ. [[φυτόν]] τι, [[ἑλξίνη]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 11· «ἡ περδίκιος [[βοτάνη]]» Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[ἑλξίνη]], Γαλην. τ. 14, σ. 404. | |lstext='''περδίκιον''': [ῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[πέρδιξ]], Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις» 1. 8. ΙΙ. [[φυτόν]] τι, [[ἑλξίνη]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 11· «ἡ περδίκιος [[βοτάνη]]» Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[ἑλξίνη]], Γαλην. τ. 14, σ. 404. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[περδίκι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of πέρδιξ, Eub.123, Ephipp.15.8.
II a plant, Polygonum maritimum, Thphr.HP1.6.11; = ἑλξίνη, Dsc.4.85 (also ἡ περδίκιοςA βοτάνη Hsch. s.v. ἑλξίνη).
German (Pape)
[Seite 564] τό, dim. von πέρδιξ, Eubul. bei Ath. II, 65 e. – Ein Kraut, sonst ἑλξίνη, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
περδίκιον: [ῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ πέρδιξ, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις» 1. 8. ΙΙ. φυτόν τι, ἑλξίνη, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 11· «ἡ περδίκιος βοτάνη» Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἑλξίνη, Γαλην. τ. 14, σ. 404.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. περδίκι.