περικάρδιος: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_15) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικάρδιος''': -ον, (καρδία) ὁ [[πέριξ]] ἢ πλησίον τῆς καρδίας, [[αἷμα]] Ἐμπεδ. 317, Κριτίας 8· -τὸ π., ἡ περὶ τὴν καρδίαν μεμβρᾶνα, [[χιτών]], Γαλην. | |lstext='''περικάρδιος''': -ον, (καρδία) ὁ [[πέριξ]] ἢ πλησίον τῆς καρδίας, [[αἷμα]] Ἐμπεδ. 317, Κριτίας 8· -τὸ π., ἡ περὶ τὴν καρδίαν μεμβρᾶνα, [[χιτών]], Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από την [[καρδιά]] ή [[κοντά]] σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]] (<b>πρβλ.</b> [[εγκάρδιος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, καρσία)
A about or around the heart, αἷμα Emp.105.3 ; χιτών Ruf.Onom.163, Gal.UP6.16 (ὁ π. alone, ibid.) ; σκέπασμα ib. 18.
German (Pape)
[Seite 578] um das Herz, in der Nähe des Herzens, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
περικάρδιος: -ον, (καρδία) ὁ πέριξ ἢ πλησίον τῆς καρδίας, αἷμα Ἐμπεδ. 317, Κριτίας 8· -τὸ π., ἡ περὶ τὴν καρδίαν μεμβρᾶνα, χιτών, Γαλην.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται γύρω από την καρδιά ή κοντά σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καρδία (πρβλ. εγκάρδιος)].