περίρρους: Difference between revisions
From LSJ
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. | |btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν, και -οος, -οον, Α [[περιρρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρέχεται από [[παντού]], [[περίρρυτος]], περιβρεχόμενος<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει, που κυλά [[ολόγυρα]], από όλα τα μέρη, που περιβρέχει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[περίρρους]]<br />α) η [[περιρροή]]<br />β) [[διάρροια]], [[υδαρής]] [[αποπάτηση]], [[περίρροια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
contr. att.
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.
Greek Monolingual
-ουν, και -οος, -οον, Α περιρρέω
1. αυτός που βρέχεται από παντού, περίρρυτος, περιβρεχόμενος
2. αυτός που τρέχει, που κυλά ολόγυρα, από όλα τα μέρη, που περιβρέχει κάτι
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίρρους
α) η περιρροή
β) διάρροια, υδαρής αποπάτηση, περίρροια.