περιτορνεύω: Difference between revisions

32
(6_2)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιτορνεύω''': [[περί]]... τὸν ἐγκέφαλον… σφαῖραν περιετόρνευσεν ὀστεΐνην, ἐσχημάτισεν ὡς διὰ τόρνου σφαῖραν ὀστεΐνην [[πέριξ]] [[αὐτοῦ]], Πλάτ. Τίμ. 73Ε, πρβλ. 69C.
|lstext='''περιτορνεύω''': [[περί]]... τὸν ἐγκέφαλον… σφαῖραν περιετόρνευσεν ὀστεΐνην, ἐσχημάτισεν ὡς διὰ τόρνου σφαῖραν ὀστεΐνην [[πέριξ]] [[αὐτοῦ]], Πλάτ. Τίμ. 73Ε, πρβλ. 69C.
}}
{{grml
|mltxt=και [[περιτορεύω]] ΝΑ<br /><b>1.</b> [[τορνεύω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] στρογγυλό χρησιμοποιώντας τον τόρνο<br /><b>2.</b> [[φιλοτεχνώ]], [[κατασκευάζω]] προσεκτικά [[γύρω]] από [[κάτι]] («θνητὸν [[σῶμα]] αὐτῇ περιετόρνευσαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] περίτεχνο [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>περιτετορευμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[περίκομψος]], [[περίτεχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τορ</i>(<i>ν</i>)<i>εύω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόρνος]])].
}}
}}