πηχυαῖος: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />long, large, <i>etc.</i> d’une coudée.<br />'''Étymologie:''' [[πῆχυς]]. | |btext=α, ον :<br />long, large, <i>etc.</i> d’une coudée.<br />'''Étymologie:''' [[πῆχυς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / πηχυαῑος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. <b>επιγρ.</b> πηχιαῑος, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος ενός πήχυ (α. «[[άνθρωπος]] με πηχυαίο [[ανάστημα]]» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῆχυς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A a cubit long, IG12.88.8, Hdt.2.48, 78, Hp.Fract.8, Pl.Phd.96e, Plb.6.23.12, etc.; τὸ π. Plot.6.3.21.
German (Pape)
[Seite 612] von der Länge eines πῆχυς, ellenlang; Her. 8, 55; Plat. Phaed. 96 e; Pol. 6, 23, 12; Schol. Il. 3, 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πηχυαῖος: -α, -ον, ἔχων μῆκος ἑνὸς πήχεως, Ἡρόδ. 2. 48, 78, Ἱππ. π. Ἀγμ. 757, Πλάτ. Φαίδων 96Ε κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
long, large, etc. d’une coudée.
Étymologie: πῆχυς.
Greek Monolingual
-α, -ο / πηχυαῑος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. επιγρ. πηχιαῑος, Α
αυτός που έχει μήκος ή ύψος ενός πήχυ (α. «άνθρωπος με πηχυαίο ανάστημα» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. -αῖος].