πλαστουργός: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
(6_14) |
(32) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλαστουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) [[πλάστης]], δημιουργός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8695· -ουργέω, [[πλάσσω]], ποιῶ, δημιουργῶ, Ψευδο-Χρυσ. τ. 11, σ. 871, Νείλου Ἐπιστ. σ. 209. 18, κλ. | |lstext='''πλαστουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) [[πλάστης]], δημιουργός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8695· -ουργέω, [[πλάσσω]], ποιῶ, δημιουργῶ, Ψευδο-Χρυσ. τ. 11, σ. 871, Νείλου Ἐπιστ. σ. 209. 18, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] ως [[προσωνυμία]] του θεού ως δημιουργού του σύμπαντος) ο [[πλάστης]]<br /><b>2.</b> αυτός που επινοεί ψέματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[δημιουργικός]] («την πλαστουργό του [[δύναμη]] και την [[αθανασία]]», Βαλαωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλαστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>στιχ</i>-<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 626] bildend, erdichtend.
Greek (Liddell-Scott)
πλαστουργός: ὁ, (*ἔργω) πλάστης, δημιουργός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8695· -ουργέω, πλάσσω, ποιῶ, δημιουργῶ, Ψευδο-Χρυσ. τ. 11, σ. 871, Νείλου Ἐπιστ. σ. 209. 18, κλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
1. (ιδίως ως προσωνυμία του θεού ως δημιουργού του σύμπαντος) ο πλάστης
2. αυτός που επινοεί ψέματα
νεοελλ.
ως επίθ. (ποιητ.) δημιουργικός («την πλαστουργό του δύναμη και την αθανασία», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ-ουργός].