πλυντήρ: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
(6_11)
 
(33)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλυντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[πλύνω]]) [[σκεῦος]] χρησιμεῦον πρὸς πλύσιν, πρβλ. [[πλυνός]], μεταγεν.
|lstext='''πλυντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[πλύνω]]) [[σκεῦος]] χρησιμεῦον πρὸς πλύσιν, πρβλ. [[πλυνός]], μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=και [[πλυτήρ]] -ῆρος, ὁ, Α<br />[[σκεύος]], [[δοχείο]] χρησιμοποιούμενο στο [[πλύσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>υγραν</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πλυντήρ: ῆρος, ὁ, (πλύνω) σκεῦος χρησιμεῦον πρὸς πλύσιν, πρβλ. πλυνός, μεταγεν.

Greek Monolingual

και πλυτήρ -ῆρος, ὁ, Α
σκεύος, δοχείο χρησιμοποιούμενο στο πλύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. υγραν-τήρ)].