πλύντρον: Difference between revisions
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(6_21) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλύντρον''': τό, [[πλύμα]], Ἀριστ. Προβλ. 4. 29. ΙΙ. πλύντρα, τά, ὁ μισθὸς τοῦ πλύντου, τὰ «πλυστικά», [[Πολυδ]]. Ζ΄, 38. | |lstext='''πλύντρον''': τό, [[πλύμα]], Ἀριστ. Προβλ. 4. 29. ΙΙ. πλύντρα, τά, ὁ μισθὸς τοῦ πλύντου, τὰ «πλυστικά», [[Πολυδ]]. Ζ΄, 38. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[πλύμα]]<br /><b>2.</b> ο [[μισθός]] εκείνου που πλένει, τα πλυστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σήμαν</i>-<i>τρον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = πλύμα, Arist.Pr.880a27. II πλύντρα, τά, payment for cleaning clothes, Sammelb.7451.150 (iii B. C.), PCair.Zen.176.252 (iii B. C.), Poll.7.38.
German (Pape)
[Seite 639] τό, der Lohn des πλύντης, Waschgeld, Sp.; – Arist. probl. 4, 30 = πλύμα.
Greek (Liddell-Scott)
πλύντρον: τό, πλύμα, Ἀριστ. Προβλ. 4. 29. ΙΙ. πλύντρα, τά, ὁ μισθὸς τοῦ πλύντου, τὰ «πλυστικά», Πολυδ. Ζ΄, 38.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. το πλύμα
2. ο μισθός εκείνου που πλένει, τα πλυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα -τρον (πρβλ. σήμαν-τρον)].