ποικιλόγραμμος: Difference between revisions
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
(6_18) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποικῐλόγραμμος''': -ον, ὁ πεποικιλμένος διὰ γραμμῶν, ὁ [[πλήρης]] ποικίλων γραμμῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 328. | |lstext='''ποικῐλόγραμμος''': -ον, ὁ πεποικιλμένος διὰ γραμμῶν, ὁ [[πλήρης]] ποικίλων γραμμῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 328. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο / [[ποικιλόγραμμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει ποικίλες γραμμές, διαφόρων ειδών γραμμές, [[ραβδωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A striped, Arist.Fr.296.
German (Pape)
[Seite 649] mit bunten Linien, Arist. bei Ath. VII, 327 f, διὰ τὸ μελαίναις γραμμαῖς πεποικίλθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόγραμμος: -ον, ὁ πεποικιλμένος διὰ γραμμῶν, ὁ πλήρης ποικίλων γραμμῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 328.
Greek Monolingual
-ο / ποικιλόγραμμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει ποικίλες γραμμές, διαφόρων ειδών γραμμές, ραβδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -γραμμος (< γραμμή)].