ποθολκίς: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(6_12) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποθολκίς''': -ίδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ προσολκίς, «ἡ [[ἡνία]] τῶν ὑποζυγίων» Ἡσύχ. | |lstext='''ποθολκίς''': -ίδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ προσολκίς, «ἡ [[ἡνία]] τῶν ὑποζυγίων» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) προσολκίς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποτ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποτί]] «[[προς]]» με [[αποκοπή]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ολκίς</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[ολκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]], <b>πρβλ.</b> <i>εφ</i>-<i>ολκίς</i>), με [[τροπή]] του -<i>τ</i>- στο αντίστοιχο δασύ -<i>θ</i>- [[πριν]] από δασυνόμενη λ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dor. for προσολκίς,
A leading-rein, Hsch.
German (Pape)
[Seite 645] ἡ, dor. = προσολκίς, ίδος, Zügel, Halfter, womit man Pferde u. a. Zugthiere zieht und lenkt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ποθολκίς: -ίδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ προσολκίς, «ἡ ἡνία τῶν ὑποζυγίων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(δωρ. τ.) προσολκίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + -ολκίς (< -ολκός < ὁλκή, πρβλ. εφ-ολκίς), με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].