πλινθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte des briques, manœuvre ; <i>titre d’une comédie de Diphile</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte des briques, manœuvre ; <i>titre d’une comédie de Diphile</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ [[Αἰγύπτιος]] [[πλινθοφόρος]]... παρῆν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πλινθοφόρος]]<br />[[τεχνίτης]] που κουβαλά πλίνθους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πλινθοφόρος]]<br />[[ονομασία]] νομίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλίνθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μαχαιρο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθοφόρος Medium diacritics: πλινθοφόρος Low diacritics: πλινθοφόρος Capitals: ΠΛΙΝΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: plinthophóros Transliteration B: plinthophoros Transliteration C: plinthoforos Beta Code: plinqofo/ros

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A carrying bricks, Ar. Av.1134: as Subst., PSI6.672.5 (iii B.C.), etc.    2 πλινθοφόρος, ἡ, name of a coin (cf. κιστοφόρος 11), Inscr.Délos461Bb49 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 637] Ziegel tragend, Ar. Av. 1134.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθοφόρος: -ον, ὁ φέρων πλίνθους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134· ― πλινθοφορέω, φέρω, «κουβαλῶ» πλίνθους, αὐτόθι 1142, 1149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des briques, manœuvre ; titre d’une comédie de Diphile.
Étymologie: πλίνθος, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος... παρῆν», Αριστοτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. πλινθοφόρος
τεχνίτης που κουβαλά πλίνθους
3. το θηλ. ως ουσ. πλινθοφόρος
ονομασία νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μαχαιρο-φόρος.