πολυβόειος: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυβόειος''': -ον, ὁ διὰ πολλῶν βοείων δερμάτων κεκαλυμμένος· Ἐπικ. θηλ. πουλυβόεια, ἀσπίδα πουλυβόειαν Κόϊντ. Σμ. 3. 329.
|lstext='''πολυβόειος''': -ον, ὁ διὰ πολλῶν βοείων δερμάτων κεκαλυμμένος· Ἐπικ. θηλ. πουλυβόεια, ἀσπίδα πουλυβόειαν Κόϊντ. Σμ. 3. 329.
}}
{{grml
|mltxt=-ον και επικ. τ. [[πολυβόειος]], -εία, -ον, Α<br />καλυμμένος με [[πολλά]] δέρματα βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>αργι</i>-[[βόειος]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβόειος Medium diacritics: πολυβόειος Low diacritics: πολυβόειος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΕΙΟΣ
Transliteration A: polybóeios Transliteration B: polyboeios Transliteration C: polyvoeios Beta Code: polubo/eios

English (LSJ)

ον,

   A covered with many oxhides: Ep. fem. πουλυβόεια Q.S.3.239 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 660] poet. πουλυβόειος, Qu. Sm. 3, 238, ἀσπίδα πουλυβοείαν, aus vielen Ochsenhäuten (βοεία) bestehend.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβόειος: -ον, ὁ διὰ πολλῶν βοείων δερμάτων κεκαλυμμένος· Ἐπικ. θηλ. πουλυβόεια, ἀσπίδα πουλυβόειαν Κόϊντ. Σμ. 3. 329.

Greek Monolingual

-ον και επικ. τ. πολυβόειος, -εία, -ον, Α
καλυμμένος με πολλά δέρματα βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βόειος (< βοῦς), πρβλ. αργι-βόειος.