πολύκρημνος: Difference between revisions
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(6_17) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύκρημνος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν κρημνῶν, [[δύσβατος]], [[ὀρεινός]], Φώτ., Ἡσύχ. ([[πολύκνημος]] Schm.). | |lstext='''πολύκρημνος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν κρημνῶν, [[δύσβατος]], [[ὀρεινός]], Φώτ., Ἡσύχ. ([[πολύκνημος]] Schm.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρημνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]], [[φαράγγι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>κρημνος</i>, <i>υψί</i>-<i>κρημνος</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with many steeps or mountains, χθών B.1.11, cf. Call.Fr.477.
German (Pape)
[Seite 665] mit vielen steilen Abhängen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκρημνος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν κρημνῶν, δύσβατος, ὀρεινός, Φώτ., Ἡσύχ. (πολύκνημος Schm.).
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύ-κρημνος, υψί-κρημνος).