πολυτροφία: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυτροφία''': ἡ, ὑπερβολὴ τροφῆς, ὑπερτροφία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 4, Κλήμ. Ἀλ. 176. | |lstext='''πολυτροφία''': ἡ, ὑπερβολὴ τροφῆς, ὑπερτροφία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 4, Κλήμ. Ἀλ. 176. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύτροφος]]<br />υπερβολική [[λήψη]] τροφής, [[υπερσιτισμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A excess of nourishment, Thphr.CP6.16.4, Aret.CA1.2.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, Fülle der Nahrungsmittel, Theophr.; auch f. L. statt πολυστροφία, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
πολυτροφία: ἡ, ὑπερβολὴ τροφῆς, ὑπερτροφία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 4, Κλήμ. Ἀλ. 176.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πολύτροφος
υπερβολική λήψη τροφής, υπερσιτισμός.