πολύχηλος: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(6_17)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύχηλος''': -ον, ἔχων πολλὰς χηλάς, Φίλων ΙΙ. 353, 40.
|lstext='''πολύχηλος''': -ον, ἔχων πολλὰς χηλάς, Φίλων ΙΙ. 353, 40.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πολλές χηλές, πολλές οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] «[[οπλή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μακρό</i>-<i>χηλος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχηλος Medium diacritics: πολύχηλος Low diacritics: πολύχηλος Capitals: ΠΟΛΥΧΗΛΟΣ
Transliteration A: polýchēlos Transliteration B: polychēlos Transliteration C: polychilos Beta Code: polu/xhlos

English (LSJ)

ον,

   A with divided hoof, opp. μονώνυχος, Ph.2.353.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχηλος: -ον, ἔχων πολλὰς χηλάς, Φίλων ΙΙ. 353, 40.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλές χηλές, πολλές οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό-χηλος].