πονηροκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πονηροκάρδιος''': -ον, ὁ ἔχων πονηράν, κακὴν καρδίαν, [[μοχθηρός]], Κ. Μανασσ. Χρον. 4411.
|lstext='''πονηροκάρδιος''': -ον, ὁ ἔχων πονηράν, κακὴν καρδίαν, [[μοχθηρός]], Κ. Μανασσ. Χρον. 4411.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, αυτός που έχει πονηρή, κακή [[καρδιά]], [[μοχθηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πονηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]] (<b>πρβλ.</b> <i>μελανο</i>-<i>κάρδιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηροκάρδιος Medium diacritics: πονηροκάρδιος Low diacritics: πονηροκάρδιος Capitals: ΠΟΝΗΡΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: ponērokárdios Transliteration B: ponērokardios Transliteration C: ponirokardios Beta Code: ponhroka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A bad-hearted, Gloss.

German (Pape)

[Seite 680] böses Herzens, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πονηροκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων πονηράν, κακὴν καρδίαν, μοχθηρός, Κ. Μανασσ. Χρον. 4411.

Greek Monolingual

-ον, αυτός που έχει πονηρή, κακή καρδιά, μοχθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + καρδία (πρβλ. μελανο-κάρδιος)].