πορφυροβαφής: Difference between revisions

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠροβᾰφής''': -ές, = [[πορφυρόβαπτος]], Α. Β. 379, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 63.
|lstext='''πορφῠροβᾰφής''': -ές, = [[πορφυρόβαπτος]], Α. Β. 379, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 63.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />ο [[πορφυρόβαπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ερυθρο</i>-<i>βαφής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠροβᾰφής Medium diacritics: πορφυροβαφής Low diacritics: πορφυροβαφής Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: porphyrobaphḗs Transliteration B: porphyrobaphēs Transliteration C: porfyrovafis Beta Code: porfurobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A = πορφυρόβαπτος, AB379, Poll.7.63, v.l. in Artem.2.3.

German (Pape)

[Seite 686] ές, = πορφυρόβαπτος, Pherecrat. in B. A. 379.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροβᾰφής: -ές, = πορφυρόβαπτος, Α. Β. 379, Πολυδ. Ζ΄, 63.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
ο πορφυρόβαπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. ερυθρο-βαφής].