πολυτραφής: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362
(6_8)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυτρᾰφής''': -ές, ὁ πολλοὺς τρέφων, [[εὔφορος]], [[χώρα]] πολυτραφὴς καὶ [[γόνιμος]] Διόδ. 2. 52.
|lstext='''πολυτρᾰφής''': -ές, ὁ πολλοὺς τρέφων, [[εὔφορος]], [[χώρα]] πολυτραφὴς καὶ [[γόνιμος]] Διόδ. 2. 52.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για [[χώρα]]) αυτός που τρέφει πολλούς, [[πάρα]] πολύ [[εύφορος]] («εἰς πολυτραφῆ χώραν καὶ γόνιμον [[ὕδωρ]] ἐνθάλπουσαν», <b>Διόδ.</b> Σ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τραφ</i>- του [[τρέφω]], <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>τράφ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>τραφής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτρᾰφής Medium diacritics: πολυτραφής Low diacritics: πολυτραφής Capitals: ΠΟΛΥΤΡΑΦΗΣ
Transliteration A: polytraphḗs Transliteration B: polytraphēs Transliteration C: polytrafis Beta Code: polutrafh/s

English (LSJ)

ές,

   A much-nourishing, productive, χώρα D.S.2.52.

German (Pape)

[Seite 675] ές, viel nährend, fruchtbar, D. Sic. 2, 52.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτρᾰφής: -ές, ὁ πολλοὺς τρέφων, εὔφορος, χώρα πολυτραφὴς καὶ γόνιμος Διόδ. 2. 52.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς, πάρα πολύ εύφορος («εἰς πολυτραφῆ χώραν καὶ γόνιμον ὕδωρ ἐνθάλπουσαν», Διόδ. Σ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τραφής (< θ. τραφ- του τρέφω, πρβλ. -τράφ-ην), πρβλ. ευ-τραφής].