πρασίζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρᾰσίζω''': ([[πράσον]]) εἶμαι [[πράσινος]] ὡς [[πράσον]], ἔχω τὸ [[χρῶμα]] τοῦ πράσου, Διοσκ. 3. 94., 4. 155. | |lstext='''πρᾰσίζω''': ([[πράσον]]) εἶμαι [[πράσινος]] ὡς [[πράσον]], ἔχω τὸ [[χρῶμα]] τοῦ πράσου, Διοσκ. 3. 94., 4. 155. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[πράσον]]<br />[[είμαι]] [[πράσινος]] όπως το [[πράσο]], έχω το [[χρώμα]] του πράσσου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
(πράσον)
A to be greenish, Dsc.3.80.2, 4.150.5, Ruf. ap. Orib. 8.24.64, Gal.6.742.
German (Pape)
[Seite 694] die grüne Lauchfarbe haben, lauchgrün sein; Diosc., Schol. Theocr. 10, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾰσίζω: (πράσον) εἶμαι πράσινος ὡς πράσον, ἔχω τὸ χρῶμα τοῦ πράσου, Διοσκ. 3. 94., 4. 155.
Greek Monolingual
Α πράσον
είμαι πράσινος όπως το πράσο, έχω το χρώμα του πράσσου.