προδιαναπαύω: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
(6_1)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προδιαναπαύω''': [[διαναπαύω]] πρότερον, Προκόπ. ἐν Maï Auct. Class. τ. 6, σ. 36.
|lstext='''προδιαναπαύω''': [[διαναπαύω]] πρότερον, Προκόπ. ἐν Maï Auct. Class. τ. 6, σ. 36.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προδιαναπαύομαι</i><br />αναπαύομαι για λίγο, [[κάνω]] [[διάλειμμα]] [[πριν]] να [[κάνω]] [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαναπαύω]] «[[κάνω]] [[διάλειμμα]] αναπαύσεως»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαναπαύω Medium diacritics: προδιαναπαύω Low diacritics: προδιαναπαύω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΝΑΠΑΥΩ
Transliteration A: prodianapaúō Transliteration B: prodianapauō Transliteration C: prodianapayo Beta Code: prodianapau/w

English (LSJ)

   A take an interval of rest beforehand, Diocl.Fr.141.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαναπαύω: διαναπαύω πρότερον, Προκόπ. ἐν Maï Auct. Class. τ. 6, σ. 36.

Greek Monolingual

Α
1. επιτρέπω σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο προηγουμένως
2. μέσ. προδιαναπαύομαι
αναπαύομαι για λίγο, κάνω διάλειμμα πριν να κάνω κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαναπαύω «κάνω διάλειμμα αναπαύσεως»].