προδωμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προδωμάτιον''': τό, Ἀττ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[προκοιτών]], Φρύνιχ. 252. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προδωμάτιον]]· τὸ πρὸ τοῦ κοιτῶνος [[στοΐδιον]]». | |lstext='''προδωμάτιον''': τό, Ἀττ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[προκοιτών]], Φρύνιχ. 252. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προδωμάτιον]]· τὸ πρὸ τοῦ κοιτῶνος [[στοΐδιον]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>1.</b> ο [[προθάλαμος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[προδωμάτιον]]<br />τὸ πρὸ τοῡ κοιτῶνος [[στοΐδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δωμάτιον]] «[[θάλαμος]], [[κοιτώνας]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Att. for προκοιτών, Phryn.227, Hsch.
German (Pape)
[Seite 717] τό, Vorhäuschen, vgl. Lob. Phryn. 252.
Greek (Liddell-Scott)
προδωμάτιον: τό, Ἀττ. λέξις ἀντὶ τοῦ προκοιτών, Φρύνιχ. 252. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προδωμάτιον· τὸ πρὸ τοῦ κοιτῶνος στοΐδιον».
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
1. ο προθάλαμος
2. (κατά τον Ησύχ.) «προδωμάτιον
τὸ πρὸ τοῡ κοιτῶνος στοΐδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δωμάτιον «θάλαμος, κοιτώνας»].